- ακόνι ή ακονόπετρα
- Σκληρή πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμεύει για το τρόχισμα διαφόρων μεταλλικών εργαλείων. Κατασκευάζεται συνήθως από σμύριδα ή από τεχνητές ύλες όπως το τεχνητό κορούνδιο και το ανθρακοπυρίτιο. Τα υλικά αυτά, κονιορτοποιημένα, ρίχνονται μέσα σε σκληρό συνδετικό υλικό (άργιλο, καουτσούκ, τεχνητό ρετσίνι) και κάτω από πολύ μεγάλη πίεση παίρνουν διάφορα σχήματα (πλάκες, τροχούς κλπ.). Οι φυσικές α., όπως ο μαύρος σχιστόλιθος και ο χαλαζίας, χρησιμοποιούνται περισσότερο για τα κοινά βιοτεχνικά εργαλεία. Α. καλής ποιότητας υπάρχουν και στην Ελλάδα, κυρίως στη Νάξο και στην Κρήτη. Χρησιμοποιούνται για το ακόνισμα μαχαιριών.
Dictionary of Greek. 2013.